ΧΡΩΜΑΤΟΦΑΓΙΑ

του Γ. ΒΕΛΤΣΟΥ

Πρέπει να είναι κανείς σύντομος και καθαρός όταν μιλάει για τον Χρηστίδη, χωρίς πολλά τεχνοκριτικά τσαλίμια. Πρέπει να «ανταποκρίνεται» σ’ αυτόν τον διψασμένο (για χρώμα;) σύγχρονό του. Αυτόν τον «κακοποιό» Κάιν της ζωγραφικής× απειλητικό και απειλούμενο, που ξέρει πως η ζωγραφική είναι φόνος. Θα το πω απερίφραστα: φόνος της γυναίκας, διότι με το να σκοτώσεις το θηλυκό, ήδη εξοντώνεις και τη μητέρα-τέρας, δηλαδή τη ζωγραφική ως τερατώδες διάβημα του άνδρα. Όποιος ζωγραφίζει για να έχει όλες τις γυναίκες, ξέροντας πως δεν έχει -και δεν θέλει- καμία (πλην της ζωγραφικής-μητέρας και ερωμένης) τις πλάθει, γίνεται γυναικοπλάστης, ενός «ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σου;».
Ο Χρηστίδης διψά. Τι άλλο είναι το χρώμα του παρά η ανάγκη για υγρά. «Δεν χάνει τη φύση του που βρίσκεται στο να ’ναι υγρό», γράφει ο Κλωντέλ στη Δεύτερη Ωδή του. Δεν παύει να διψά για χρώμα το χρώμα του Χρηστίδη: το σώμα πάντοτε έρχεται να τον ξαναβρεί μέχρι τη στερεοσκοπική του μορφή: την κεραμική του ή την κρυονική του στην ολέθρια ζαχαροπλαστική του με τις «τούρτες», αύριο στη γλυπτική του με τις «κούκλες». Την ξέρω αυτή την τέχνη των ομοιωμάτων. Αναγνωρίζω το δαιμονικό. Είμαι κι εγώ συνένοχος, συναυτουργός, μάγος. Όπως και αναγνωρίζω αμέσως τη ζωγραφική που είναι ενάντια σε κάτι που επίσης είναι ζωγραφική. Τη ζωγραφική της έντασης. Της θέλησης για δύναμη και για διαφορά. Τη ζωγραφική της καταστροφής που, παράδοξα, φροντίζει για όλα. (Ποιος το αμφισβητεί πως στη ζωγραφική, όπως και στη γλώσσα, μόνο διαφορές υπάρχουν. Αυτές κινούν, συγκινούν, διαστρέφουν το «ταυτόν». Το καταστρέφουν.)
Δεν ξέρω πόσο διάβασε τον Νίτσε ο Χρηστίδης. Αλλά αυτός ο «τελευταίος ζωγράφος», όπως και ο «τελευταίος φιλόσοφος», έβαλε στοίχημα να διαλύσει την αντίληψη ότι υπάρχει τάχα ζωγραφική «καθεαυτήν». Όχι, οι ιδιότητες της ζωγραφικής είναι η επενέργειά της πάνω σε άλλο πράγμα (τη ζωή). Αν αφαιρέσει κανείς το άλλο (τη ζωή), τότε η ζωγραφική δεν υπάρχει. Γι’ αυτό ο Χρηστίδης μας καλεί με τις «τούρτες» του σ’ ένα θυέστειο δείπνο όπου θα φάμε τις σάρκες μας από χρώμα. Εμπρός, λοιπόν, ας δοκιμάσουμε αυτό το «γλυκό». Ένας βιβλιοφάγος όπως εγώ το επιθυμεί: η χρωματοφαγία είναι ο μόνος τρόπος να μην ξαναζωγραφίσει ποτέ κανείς πια προκειμένου να ζωγραφίσει.

Γ. ΒΕΛΤΣΟΣ, 2003