του ΜΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
Το έργο τέχνης ας είναι μια υπέρβαση, ας είναι ένα παράδοξο που θ’ απονευρώσει τις διδακτικές ερμηνείες, ας είναι ένα άθροισμα πληροφοριών που θ’ αλληλοσυγκρούονται καθώς η καθεμιά χωριστά επιζητεί την επιβολή της δικής της απόλυτης αλήθειας.
Σήμερα οι παραδοσιακές τεχνικές της εικόνας διέρχονται κρίση. Παρόμοια κρίση διέρχεται η παραδοσιακή γλώσσα της ζωγραφικής. Μερικές φορές πάντως η κρίση εμφιλοχωρεί αποκλειστικά στους εγκεφάλους όσων την επικαλούνται. Κι αυτό γιατί η ζωγραφική εικόνα ξέρει να βρίσκει ατραπούς και ν’ ανανεώνεται, να εφευρίσκει απ’ την αρχή την πανάρχαιη γοητεία της. Και να η απόδειξη:
Από πού έρχεται αυτή η πυρετική εικονοποιητική μηχανή που χειρίζεται ο Αχιλλέας Χρηστίδης με το ίδιο πάθος που χειρίζεται ο ρόκερ την ηλεκτρική του κιθάρα, με την ίδια αμείλικτη αποφασιστικότητα που χειρίζεται ο μισθοφόρος το μυδράλιό του;
Θα ’λεγε κάποιος πως η υπερπροστατευτική μαμά ζωγραφική γεννά τα χιλιάδες παιδιά της (φωτογραφία, film, video, comic κλπ.) κι έπειτα καταβροχθίζοντάς τα απορροφά όλες τις διαμεσολαβημένες –μαζικής κατανάλωσης– εικόνες, για να γεννήσει τα νέα ζωγραφικά παιδιά της. Η ζωγραφική του Χρηστίδη αφομοιώνει στον ξέφρενο ρυθμό της όλα αυτά τα χαρακτηριστικά για να προτείνει την προσωπική του εικονοποιία. Είναι ένας ανα-κατασκευαστής του οποίου η πρωτοτυπία έγκειται στην παντελή έλλειψη οποιασδήποτε διατεταγμένης πρωτοτυπίας. Ο ζωγράφος αυτός δεν έχει στόχο την εκζήτηση, καθώς εναλλάσσει τεχνικές αφήγησης και οπτικές γωνίες που θυμίζουν αμερικανικό underground cinema και Greenaway. Ο ίδιος, πάντως, αντλεί απ’ όλον αυτό τον οχετό της ηλεκτρονικής εικόνας εκείνα τα στοιχεία που θεωρεί βιώσιμα και αποκαθαίροντάς τα, τα καθιστά ζωγραφικά.
Ο Χρηστίδης δημιουργεί έναν εικαστικό χώρο παράδοξο καθώς τον εποπτεύει από ψηλά, σαν αυτόχειρας που είναι έτοιμος να πηδήσει στο κενό, και καθώς ελκύει το θεατή μέσα, στα έγκατα της εικόνας. Παράλληλα, με παστόζικες ρέουσες πινελιές ή με ένθετα αντικείμενα επεκτείνει την εικόνα προς τα έξω, στον φυσικό χώρο. Με νόμιμα μέσα χειρίζεται τις τεχνικές του ιλίγγου, με μαεστρία εναλλάσσει το δράμα και το χιούμορ σ’ αυτές τις εικονογραφήσεις της άγριας τρυφερότητας. Ζωγραφίζει δωμάτια που ανοίγονται στο ύπαιθρο, τον μικρόκοσμο που ασφυκτιά σ’ ένα ντουλάπι, τις ματαιωμένες φιγούρες των σύγχρονων desperados, την παράδοξη φρίκη της καθημερινότητας που τελικά αφορά όλους μας. Η τέχνη του έχει τον αυτοσχεδιασμό ενός Miles Davis, τον αισθηματικό ρυθμό των μισοτελειωμένων ιστοριών που διηγούνται οι μεθυσμένοι, τα απρόβλεπτα close-up των comics. Περίφημα. Εξάλλου η ζωγραφική οφείλει περισσότερο να υπαινίσσεται παρά ν’ αποκαλύπτει.
Ο Αχιλλέας Χρηστίδης χρησιμοποιεί με βακχική παραφορά και πονηρεμένη αφέλεια στοιχεία από την ποπ-αρτ, το σουρεαλισμό –ιδιαίτερα όταν η γραφή του γίνεται αυτόματη– το νεορεαλισμό ή το νεοεξπρεσιονισμό.
Αυτή η στυλιστική «διάχυση» δεν συνιστά αδυναμία αλλά γνώση των πολλαπλών εκφραστικών προβλημάτων της εποχής. Ο Χρηστίδης αντλεί το υλικό του, άλλοτε ως συμμετέχων βακχευτής και άλλοτε ως φυσιοδίφης με κλινική ψυχρότητα, από το ακατέργαστο υλικό των μυριάδων μικρών τραγωδιών που προσφέρει η καθημερινότητα. Οι τεχνικές αφήγησης που αναπτύσσει μοιράζονται ανάμεσα στα comics και τον κινηματογράφο και υιοθετούν συχνά την «αφασία» της ηλεκτρονικής εικόνας, ακριβώς για να τη διαβρώσουν. Η νευρωτική γραμμή του αντανακλά όχι μόνο τη νεύρωση της εποχής αλλά και τη νευρωτική κρίσης ζωγραφικής και ζωγράφων. Ο Αχιλλέας εφευρίσκει τρόπους για να ξορκίσει την κρίση και να συμφιλιωθεί με τη νεύρωση. Κι είναι σαν να λέει πως είναι τελικά πολύ αμερικάνικο σύμπτωμα να αισθανόμαστε ενοχές επειδή χαιρόμαστε τις χαρές της ζωγραφικής. Αρκεί βέβαια να εξαναγκάσουμε αυτή την παραδοσιακή φωνή να μιλήσει για το τώρα. Κι ας μην υποκρίνονται τους κουφούς όσοι αρνούνται ν’ ακούσουν.
Μήπως τελικά διανύουμε ένας είδος «συμβιβασμού» των αισθητικών μορφών;
Το μόνο σίγουρο είναι πως τα έργα τέχνης τελειώνουν όταν εξαντληθεί η ιδέα που τα προκάλεσε.
ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΡΕΥΜΑΤΑ
ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1994