Η ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΙΔΗ

του ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

Μια από τις αξεπέραστες σπαζοκεφαλιές της ζωγραφικής τέχνης αφορά βέβαια τα τοπικά όρια του έργου. Ο πίνακας, αν ισχύει η σανσκριτική ρίζα της λέξης, υποδήλωνε το κούτσουρο, το ξύλο - με άλλα λόγια, κάτι στέρεο, σταθερό, με αντίσταση και αντοχή. Εντούτοις ο ζωγράφος δουλεύει πάνω σε μουσαμά, όχι σε ξύλο, άρα το πρώτο δεδομένο δεν είναι η σταθερότητα, αλλά η ομαλή επιφάνεια και, κυρίως, τα χωρικά όριά της. Η παράσταση, ό,τι κι αν δείχνει, κλειδώνεται τελικά σε ένα πλαίσιο∙ και το ερώτημα δεν σκοπεί στον περιορισμό του ζωγραφικού περιεχομένου, που είναι προφανής, όσο στη σχέση της παράστασης με το χρόνο. Πώς αντέχει ο χρωστήρας να φυλακίζεται σε ένα "τώρα" θυσιάζοντας εκ των πραγμάτων τη διαδοχή, την αφήγηση, την εξέλιξη;
Εξάλλου, ό,τι συμβαίνει στη ζωή παραδίδεται σε αφηγήσεις, ακόμη και το ακαριαίο έχει πριν και μετά, ενδίδει σε εξηγήσεις και σε προτάσεις. Υπ' αυτή την έννοια η αφηγηματική ροπή στους τελευταίους πίνακες του Χρηστίδη, που δοκιμάζεται στο ακαρές χωρίς να της αρκεί, αντιπροσωπεύει μια εγγενή ιδιότητα της ζωγραφικής του, η οποία ανασκολοπίζεται τρόπον τινά για να εκφραστεί ακόμη και κόντρα στα μέσα της. Για την ακρίβεια, δεν αναγνωρίζει τα "μέσα". Μέσο σημαίνει μεσίτευση, διαμεσολάβηση, χάσμα ανάμεσα στον δημιουργό και στο δημιουργούμενο, ενώ η φιλοδοξία του αμεσίτευτου - κάτι σαν αυτόνομη σύλληψη του ασύλληπτου - ουσιαστικά μας εκθέτει, θα λέγαμε, ένα ζωγράφισμα που ζωγραφίστηκε από μόνο του, υπακούοντας στην εσωτερική του ενόρμηση να έρθει στο φως και να παραδοθεί στην όραση του κοινού αχειραγώγητο.
Τι να σκεφτούμε, επί παραδείγματι, αντικρίζοντας μια κάμαρη με τους τοίχους της κατάστικτους από μια ακοινώνητη γραφή και στο κέντρο ένα σμπαραλιασμένο κάθισμα; Ο άνθρωπος έφυγε (υποψιθυρίζει ο ανθρωπάκος μέσα μας, με το ανεύθυνο μυαλουδάκι του) και το μέσα του εξερράγη σε μύριες φράσεις που χάραξαν τους τοίχους. Ωστόσο η εικόνα δεν είναι τόσο καθαρή∙ στη μια πλευρά του καθίσματος έχουν απομείνει - αόριστα αλλά διακριτά - κάποια ξεσκλείδια, θα λέγαμε, του αστρικού του σώματος που δεν κολακεύουν την όρασή μας. Τα βλέπουμε, αλλά δεν μας δίνουν λαβή για αναγνώριση. Πρόκειται μήπως για κάποιο θρηνολόγημα που άφησε το νόημά του σε ανερμήνευτη γραφή; Για έναν παρανοϊκό συσκοτισμό που συνελήφθη εξ απήνης; Για μια παροδική αψιθυμία που παραδόθηκε στον εαυτό της και βούλιαξε ηδονικά στο ανερμήνευτο;
Ο Χρηστίδης διατηρεί αγαθούς (ή εχθρικούς) δεσμούς με την παράνοια και τη διασάλευση. Το μοτίβο της σμπαραλιασμένης καρέκλας που τείνει να αυτοδιαμελιστεί μπροστά στον άνθρωπο που καλύπτει το πρόσωπό του με τις δυο του παλάμες επανέρχεται υποβλητικά προδίδοντας όχι μόνο μανιώδη έξαψη απελπισίας αλλά και διασάλευση των ίδιων των υλικών. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τρικυμισμένη ίριδα που μεταδίδει τους σπασμούς της σε ό,τι ανήκει στο οπτικό της πεδίο. Τι θέλει να κάνει άραγε ο άνθρωπος που σκάβει στο πάτωμα της κάμαρής του; Να δραπετεύσει; Να σωθεί από τον εαυτό του; Την απάντηση τη διαβάζουμε στη σκηνή με τις δύο γυναίκες, όπου η μία έχει ξεριζώσει τα σπλάχνα της άλλης.
Η ατμόσφαιρα παραπέμπει σε αιμάσσουσα ή αιμοχαρή τελετή η οποία, για να δηλωθεί, καταφεύγει σε χρωματική υπερ-ρητορικότητα. Στη σκηνή με τον πλαγιασμένο άντρα, που βλέπουμε μόνο το τριχωτό της κεφαλής του, αν το πανωσκέπασμα ήταν λευκό, πιθανότατα η διαταραχή θα είχε διαφύγει. Παραμένει όμως, εκτρέπεται και κορώνει, καθότι το άλικο χρώμα σε συνδυασμό με το μαύρο θυμίζει καταχθόνια απειλή, σάμπως η υπερένταση του πίνακα να υλοποιείται εμφατικά απομιμούμενη την κινητικότητα ομάδας σερπετών. Είναι χαρακτηριστικό
άλλωστε ότι και στις συνθέσεις όπου το πρόσωπο απουσιάζει το κλίμα δεν αλλάζει. Ειδικά στον πίνακα όπου κάτω από έναν εξωπραγματικό ουρανό διακρίνουμε - μέσα στα μαύρα νερά - ένα σύμπλεγμα από κλαδιά, που μπορεί να είναι ξεριζωμένο δέντρο, τέρας αυτογέννητο ή σατανικό εκτόπλασμα, το κλίμα της παράφρονης καταληψίας λειτουργεί εντονότερα.
Όλα αυτά μπορεί να τα διακρίνει κανείς και στα πορτρέτα του Χρηστίδη, μόνο που εκεί το σχήμα του προσώπου διασώζει κάποια αποδοχή, σε αντίθεση δηλαδή με την κάθετη αποκοπή των σημερινών πινάκων του.

Κωστής Παπαγιώργης
Αύγουστος 2009