H ΒΟΥΚΕΝΤΡΑ ΤΟΥ ΑΝΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΟΥ

του ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

Έχω στο σπίτι έναν Σαίξπηρ· πυροβολημένο. O ζωγράφος Αχιλλέας Χρηστίδης του άνοιξε μ’ ένα μουσκέτο μια τρύπα στο μέτωπο, σε κάποια καλλιτεχνική μονομαχία υποθέτω, χωρίς να αποκλείω τις γυναικοδουλειές. Επειδή έχω διατελέσει κριτικός θεάτρου, οι οποίοι ως γνωστόν είθισται να σκοτώνουν ιδιοχείρως τους θεατρικούς συγγραφείς, αλλά και ως συγγραφέας ο ίδιος, φύσει ανταγωνιστικός, ένιωσα μια κρυφοδάγκωτη ζήλια για το κατόρθωμα. Σύντομα εντούτοις ανακάλυψα τα πλεονεκτήματα του έργου: η τρύπα που αφήνει το μουσκέτο είναι μεγάλου διαμετρήματος. Απ’ αυτή την τρύπα, ηδονοβλεπτικά και με όλους τους κανόνες της βιτσιόζικης εθιμοτυπίας, πέρασε και το δικό μου βλέμμα. Ξανοίχτηκε στα μήκη και στα πλάτη της ζωγραφικής έκτασης που δημιούργησε ο Χρηστίδης, αγκάλιασε το σύνολο, θώπευσε τα πλαστικά της μέλη, εστίασε στις απόκρυφες γωνιές της. Κοιτάζοντας από μια τρύπα στο κούτελο γίνεσαι, θέλοντας και μη, επιρρεπής στις κρανιοσκοπήσεις. Πολύ φυσικό επομένως να ενδιαφερθώ αρχικά για τις προσωπογραφίες του. Τα σκληρά, σχεδόν ανάγλυφα, διογκωμένα προσωπεία, τις μάσκες κερατίνης και την αρχαϊκή τους ακαμψία. Αυτά τα ζωντανά, ολοζώντανα, απολιθώματα της ανθρώπινης ύπαρξης, με όλα τα σημάδια μιας οδυνηρής απορίας, οιονεί διαπλανητικής. Από την  αρμαθιά των κεφαλών πέρασα στα τοπία της προσωπικής μυθολογίας του ζωγράφου, τις χρωματικά πολυπλόκαμες, κινούμενες φυλλωσιές, τα βαθιά συμπλέγματα σκιάς και φωτός, τα μαγεμένα δάση. Έβλεπα πλέον ολοένα και συχνότερα τον Χρηστίδη, αλλά δεν είχε τύχει να επισκεφθώ το εργαστήριό του. Άμα δεν πάρεις όμως μια, πενιχρή έστω, ιδέα πώς δουλεύει ένας άνθρωπος, όση κοινωνική οικειότητα και να έχεις μαζί του παραμένει ένα επώνυμο. Στο εργαστήριό του λοιπόν ο Χρηστίδης έγινε πράγματι για μένα Αχιλλέας. Είδα το χρωστήρα που με βια μετρά τη γη, την παθολογικά ασύμμετρη στις διατάσεις της χρωματική συλλογή των σωληναρίων, την κατακυριαρχία του έργου πάνω στον ιδιωτικό βίο, τη φυσική καλλιτεχνική αταξία χαλιναγωγημένη πλήρως σε πρακτική ευταξία. Είδα, φυσικά, και την ίδια τη σπηλιά του Αλαντίν: ο Αχιλλέας ζωγραφίζει ποταμηδόν (και μιλάμε για χείμαρρο), ζωγραφίζει επειγόμενος, σαν να τελεί υπό την απειλή επερχόμενου κατακλυσμού, βιάζεται να συντελέσει στο έργο του όση ζωή μέλλει να χαθεί στη συντέλεια. Εξού και οι τερατώδεις προμήθειες υλικού (για το χρόνο της πολιορκίας), οι παρορμητικές κρούσεις στο ήδη κατάστικτο τελάρο, η βουκέντρα του ανικανοποίητου, η αντίδρομη αίσθηση χορτασμού και δίψας… αυτή η τραυματική πληρότητα… το ασυγκράτητο ξεχείλισμα τόσων μετουσιωμένων ελλείψεων… Το μάτι μου ωστόσο, περνώντας (διασχίζοντας καλύτερα) ολόκληρες συστοιχίες πινάκων που δεν πρόφτασα να δω, προσηλώθηκε σε δύο συντάγματα εικόνων. Το πρώτο αφορούσε τα φανταστικά προλεγόμενα μιας μέλλουσας καταστροφής ή αλλιώς ιδωμένο, τα φυσικά ερείπια της ενθάδε πραγματικότητας. Τοπία με ανεσταλμένη αύρα, δάση με ίσκιο βαρύ και ασήκωτο. Μια φύση διόλου λεπτή και καλλιτεχνημένη σαν να τη βλέπεις πίσω από κανένα γιαπωνέζικο στόρι, αλλά τραχιά, τρομερή και παραβιασμένη. Μια αίσθηση που επιτείνεται από το οργιώδες της χρωματικής σπατάλης, μια αφθονία εξώκοσμη και αυτο-καταβροχθιστική. Το δεύτερο σύνταγμα που με εντυπωσίασε βαθύτατα και κατανυκτικά αποτελείται από τη σιωπηλή παρέλαση μιας σειράς μαύρων έργων. Για τον πυθμένα αυτής της σιωπής, την πλήθουσα ανήκουστων ήχων αφωνία, τον αιματηρό αισθησιασμό, δεν είναι ώρα να μιλήσω. Τα ξαναείδα όμως αυτά τα μαύρα έργα, σαν όπλα ερωτικού και άκρως τελετουργικού εξορκισμού μια νύχτα που έτυχε ν’ ακούσω τον Μακάβριο Χορό του Σαιν-Σανς. Τα ξαναείδα με έξαψη και ταραχή, ένα ένα, σαν άγρια πουλιά, να περνούν από μπροστά μου με τα νύχια, τα ράμφη και τα μαύρα τους φτερά ώσπου με πήρε το ξημέρωμα.

ΗΡΑΚΛΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Οκτώβριος 2011