του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ

Ε Ν Ε Κ Ε Ν

[Για τις μορφές του Αχιλλέα Χρηστίδη]

Ένεκεν της αδιαλείπτου δυνατότητας του χεριού με τις γραμμές
Όχι τόσο με τα χρώματα, παρουσιάστηκαν σε θανάτου λίστα
Μορφές που οι ζωές τους κυρίως εφαρμόστηκαν πέρα από τη δύναμη
Της συνήθειας, ή αν όχι, έχουν ακόμη πιο ακατέργαστα σημεία
Των προσώπων οι δίνες, τα ριγώματα.
Το βλέμμα του θανάτου ανήκει στον άνθρωπο
Όπως οι σκιάσεις στις γραφίδες.
Από τη μία πλευρά της ζωής ακροατήριο και παρατήρηση αλλοίωσης,
από την άλλη κανείς -
Τα ανθρώπινα ζητούν να ξαναγίνουν πρόσωπα
Που έχουν στο στόμα μια παιδική ερώτηση και στα μάτια
Την αποβολή από το υπεριώδες πέρασμα με τον χαμό στα φτερά
Με λάθος προσήνεια στα αστέρια και
Πάντοτε της νύχτας ξαγρύπνημα.
Οι μονάδες των δυνάμεων είναι ιστοί που κρούουν και κρούονται
Είναι μονίμως πέντε ή έξι σε αποχρώσεις κονταυγής σε συνέχειες
Ύστερου σκότους
Για διασυρμό και για εκτίμηση φανερή,
Για του ιστού την ανάμνηση που έχει άδολα και συμπιεσμένα
Σε λυκόφως μετασκοτωθεί.
Θηρία εξακοντισμένα ίσως ξεστομίσουν και δαγκάνες
Παρά ψιθύρους υπέρ του carpe diem.
Ετούτη είναι η πιο φοβερή στιγμή αυτής της παράταξης
Που οδηγήθηκε στο ανεπίστρεπτο με μια στιγμή αποτύπωσης
Της παρηγορίας μα·
Πρέπει κάτι να αφήσουν στην άκρη τα πρόσωπα
Για να μην γίνουν φοβερότερα σαν τερατώδη οικιακά
Σαν βάτος που καίγεται και μυρίζει ελαστικά
Ενώ θα λέμε «κάτι μυστήριο γίνεται» -
Αφήνοντας την εξωτερική ζωή τους
Σαν συνταγή που δεν τους έκανε καλό
Παρόλα τα μαρτύρια.
Πόζες στις γκαλερί του κρέατος
Έχοντας τόση την ανάγκη να μην χαθούν μέσα στο πλήθος των
Πεθαμένων πίνοντας το κοιμισμένο καύσιμο μιας άμωμης καμέλιας
Ως ύδωρ,
Ισημερινοί ούτε ερωμένοι ούτε άγιοι
Νεκροκεφαλές με πονοκέφαλο.
Οι κεφαλές δεν μιλούν, παρουσιάζονται·
Καθηλώνονται γιατί δεν είναι ζωγραφισμένες
Είναι αυτοκόλλητα σπαράγματα που δεν συγχωρούνται
Εισβάλλουν περιμένοντας
Ακίνητες, παριστάνοντας πως είναι γαλήνιοι σκύλοι,
Δεν δίνεται άλλη εξήγηση πέρα από όγκους -
Είναι παιδιά που με την πρώτη ματιά
Κάηκαν στον ήλιο γράφοντας κύκλους
Μέσα στη ζέστη υπηρετώντας τη σκόνη.
Του αίματος σφοδρή άνωση την ώρα που λησμόνησε
Τον δημιουργό ο κόσμος αφήνοντας τον με μακρυσμένο όνειρο
Ουσίας άκληρης στυγνής, μαυλής και άλλης.
Οδηγημένοι όλοι αυτοί οι σκεπτικοί σαν έμβρυα στην παγκόσμια
Ευτυχία, κουλουριάζονται στη ρίζα ενός πολύ καλύτερου κόσμου
από το τίποτα μιας θεϊκής χλιαρότητας.
Καταστασιακή φθορά.
Σοβαρολογώντας ελικοχρονίζοντας με του έκτοτε το βλέμμα,
Μα ορισμένοι έχουν βγει πιο μπροστά,
Το χαρτί γίνεται πίσω τους καθρέφτης
Η εικόνα παύει να είναι εξωτερική από την παράμερη φωταψία
Του εσωτερικού της –
Συμβαίνουν ανταποκρίσεις καθώς οι εικόνες αγωνίζονται
Με την πόζα από μέσα.
Το πόσο κάνει η ανάσα ανάμεσα στα πρόσωπα
Είναι ποσότης στραβοχυμένη υπέροχα.
Ανάερη σκαιότητα όπως σκεύη που χωρούσαν
Τον γδούπο μιας ματαιότητας και απόμειναν.
Προχωρούν μονάχα κυκλικά.
Παρουσίες που αναγνωρίζονται όλο και λιγότερο
Σαν αποφάγια με μια λοξή ματιά.
Δεν υπάρχει νόημα τώρα πια.
Ονόμασέ τα –
Κλασικισμός, ολιγαρχίες στα ανομοιώματα.
Αυτό που η όραση μολυσμένη πρεσβεύει: μια φωτοδίνη της πνοής
Που θα στερέψει και θα απομείνει μια τελευταία στιγμή
Αναγνώρισης – κατάλογος στο λιόγερμα των περαστικών
Με τρόπο σημαδιακό στις πλατφόρμες των μνημάτων.

Αθήνα / 1 Απριλίου 2007