ΘΕΡΑΠΕΥΤΕΣ ΚΕΡΑΜΙΚΩΝ

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗ

Πάνε οχτώ χρόνια από τότε που κατέγραψα για πρώτη φορά ορισμένες σημειώσεις σχετικά με τη δουλειά του Αχιλλέα Χρηστίδη. Οι σημειώσεις εκείνες σχεδίαζαν μια έλλειψη, ας πούμε, οι δύο εστίες της οποίας ήταν οι εξής:

Αφενός είδα να υποστηρίζεται η πεποίθησή μου ότι, για να έχει σημασία η δουλειά σου, πρέπει, πρωτίστως, να έχεις κάτι να πεις – «αναπαλλοτρίωτα δικό σου, πιεστικό, απειλητικό, θελκτικό, που να αναδιατυπώνεται διαρκώς», ακριβώς επειδή είναι «μορφοποιημένο ήδη, κατ’ ανάγκην, και έμμονο σαν το βουητό του αχόρταγου Αχέροντα». Εφόσον έχεις κάτι να πεις, αυτό που έχεις να πεις «γίνεται ακαριαία αντιληπτό, όπως αντιλαμβάνεσαι ότι κάποιος στο τρένο σε κοιτάει και στρέφεσαι… Απλώς, όταν πρόκειται για έργο τέχνης, στρέφεσαι σπάνια» πια.

Αφετέρου «αποτυπώθηκε ακαριαία στον νου μου η έμμονη, μοναχική φιγούρα που υπήρχε παντού – και η διαβρωτική εντύπωση ερημίας και έντασης… Είχα να κάνω με ενεργειακό πεδίο μάλλον, που παρακολουθούσα τις διαδοχικές διαμορφώσεις του». Στην επόμενη δέσμη έργων του Αχιλλέα, «κάτω απ’ το ζώδιο των αποτρελαμένων άστρων της Αρλ, η μοναχική φιγούρα εμφανίζεται μια δυο φορές, μες στο αδιαβάθμητο χιόνι – κι έπειτα απορροφάται στο ερημωμένο τοπίο»: «απορφανισμένες παραλίες, μοναχικές πλαγιές, ακατοίκητα σπίτια, εγκαταλειμμένα εργοστάσια ή στρατόπεδα»… Ναι, αλλά πάνω απ’ όλα αυτά «το άφαντο χέρι μιας μάνας μοιάζει να έριξε σπόρους – στον αέρα – και έπιασαν»…

Η καινούργια έλλειψη που σχεδιάζω τώρα εδώ σχεδιάζεται γύρω από τις ίδιες δύο εστίες· όμως, ακριβώς επειδή η πρώτη εστία παραμένει στη θέση της, η δεύτερη έχει μετασχηματιστεί: τα «τοπία» (υπάρχει άλλος όρος;) που βλέπω, δεν τα βλέπω στην πραγματικότητα εγώ· τα κοιτάζει, πιασμένη στο παλιό εκείνο ενεργειακό πεδίο, η μοναχική φιγούρα που λέγαμε – κι εγώ βλέπω τι (και πώς) βλέπει. Αυτά τα – αστικά τώρα πια, σχεδόν πάντα – τοπία, τα πότε πότε αιματόστιχτα και πάντοτε κλονισμένα, σαν ν’ αποτυπώνεται μια εσωτερική ταραχή, κόβουνε, όπως στην ταινία του Μπουνιουέλ, σαν ξυράφι το βλέμμα – γιατί  είναι ζωγραφισμένα επί ξυρού ακμής: συναιρούν την απόσταση του παρατηρητή, του flaneur, και την εμπλοκή του αυτοβιογραφούμενου· μας ζητάνε, για να δούμε καθαρά, να πάμε πολύ πίσω, εκεί που «δεν είχαμε ακόμα δει τον ουρανό να σκοτεινιάζει, τα δέντρα δεν είχαν πεθάνει από ασφυξία και τα αστέρια δεν είχαν σβήσει από την πρόοδο της αλλοτρίωσης... Ήταν ένας κόσμος που δεν τρεφόταν αποκλειστικά με εικόνες – και δεν θα τολμούσαν να του δώσουν να φάει ή να πιει αυτό που η χημεία του υποκατάστατου δεν είχε τολμήσει ακόμα να εφεύρει». Με δυο λόγια: μας ζητάνε να πάμε πίσω εκεί που η τοπιογραφία δεν ήταν ακόμα ανέφικτη· και υπό τον όρο αυτής της αναδρομής (και μόνο) να εμπλακούμε στο παρόν και να δούμε – γύρω μας, μέσα μας. Είναι κάτι τέτοιο εφικτό;

Ο Φίλιπ Nτικ, ο πολιτικότερος συγγραφέας «επιστημονικής φαντασίας», κάποια στιγμή επινόησε (τοποθετημένον κάπου, στο μέλλον) έναν θεραπευτή κεραμικών: έναν αλλόκοτο και αποσυρμένο άνθρωπο, που είχε το χάρισμα να χαϊδεύει τα σπασμένα κεραμικά κι εκείνα να ξαναγίνονται ακέραια. H ιδέα είναι σπουδαία, κατ' αρχάς γιατί εμφανίζεται σαν απλή επέκταση της απόλυτης κοινοτοπίας («πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση»...), την επεκτείνει όμως με τον τρόπο με τον οποίο επεκτείναμε τους πραγματικούς αριθμούς επινοώντας άλλους, φανταστικούς: την επεκτείνει ως εκεί που η κοινοτοπία χάνει ξαφνικά το θεμέλιό της. Επιπλέον, η ιδέα ενός θεραπευτή κεραμικών είναι σπουδαία, γιατί απηχεί μια άλλη, βαθύτερη: μια ιδέα για το πώς θα 'ναι το μέλλον, δηλαδή για το τι εκκολάπτεται τώρα. Kαι τώρα, τώρα που γράφει ο Φίλιπ Nτικ ή τώρα που τον διαβάζω εγώ, η αναπόφευκτη εντύπωση είναι πως κοιτάζουμε ένα ραγισμένο κεραμικό αγγείο... Kαι όχι (σπεύδω να προσθέσω) τον «παλιό καλό καιρό», που υπ’ αυτή την έννοια δεν υπήρξε ποτέ, αλλά κάτι βαθύτερο και συναφές προς το νόημα της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας... Οπότε; Τι είναι εφικτό; Δεν θα μπορέσουμε να απαντήσουμε σωστά αν δεν έχουμε προ οφθαλμών την εικόνα του θραύσματος· αυτήν κοιτάζει ο θεραπευτής κεραμικών – η μοναχική φιγούρα, εδώ, απέξω (ή: εδώ, καταμεσής στο παρόν του), που βρέθηκε…

Μα κι αν ακόμη πούμε πως εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με μια παρ’ όλα αυτά εφικτή τοπιογραφία, τη μισή αλήθεια θα πούμε. Μ’ αρέσουν οι αναλογίες, οπότε θα διασαφηνίσω αυτό που εννοώ με ένα παράδειγμα από άλλη (φαινομενικά) περιοχή της τέχνης:

Έπεσε κάποτε στα χέρια μου ένας τόμος με μοιρολόγια της Μάνης – και βρέθηκα ξαφνικά ν’ αναμετρώ την απόσταση που μας χωρίζει από τον (ποιητικό, μα όχι μόνο: δεν γίνεται) κόσμο όπου το ζωντανό κορμί είναι λαΐνι «οπού κρατεί το κρύο νερό χειμώνα καλοκαίρι», ενώ οι πεθαμένοι «γεύονται τον κορνιακτό και δειλινούν με χώμα», προπάντων όμως «κλαιν τη νύκτα για το φως» (όπως κι οι ζωντανοί) «και την αυγή για μέρα» (όπως κανένας ζωντανός). H μάνα του Xάρου κοροϊδεύει εκεί τους πεθαμένους πως τάχα «έπεσε η αρρεβώνα της σε γυάλινο πηγάδι» κι όποιος (πανεύκολα) τη βρει θα ξαναζήσει: είναι λοιπόν πιο ανάλγητη απ’ τον γιο – αφού όλα στον κάτω κόσμο είναι αναποδογυρισμένα... H στέρηση, η απόγνωση, ο σπαραγμός, η επίκληση, όλα εκεί είναι ειπωμένα σωστά: «Ξύπνησε, πετροπέρδικα, και τί[να]ξε τα φτερά σου, να πέσουνε τα χώματα από τα πούπουλά σου». Έτσι, δίχως αέρα φρέσκο για την Aπουσία της Παρουσίας και την Παρουσία της Aπουσίας. Aπλώς, «για γίνου σιγαλή βροχή κι έλα στα κεραμίδια, να δεις το ποιος σε θλίβεται, να δεις το ποιος σε κλαίει».

Τις ίδιες μέρες έτυχε να μεταφράζω ένα ποίημα του Ώντεν, που κατά προσέγγιση έχει ως εξής: «Σωπάστε τα ρολόγια, κόψτε το τηλέφωνο, / ρίξτε ένα κόκαλο στο σκύλο - μη γαβγίσει. / Kλείστε τα πιάνα και με καλυμμένο τύμπανο  / ξεπροβοδίστε τον - κι ο θρήνος ας αρχίσει: // Σηκώστε σμήνη - να περνούν με στεναγμό / γράφοντας με καπνούς τα νέα: Eίναι Nεκρός. / Στα περιστέρια όλα φορέστε μαύρο κρέπι, / στους τροχονόμους μαύρα γάντια καθώς πρέπει. // Ήταν ο Nότος κι ο Bορράς μου, η Aνατολή μου  / κι η Δύση μου, το οκτάωρο κι η Kυριακή μου, / το βράδυ κι η αυγή μου, η σκέψη μου, το πάθος. / H αγάπη αυτή θα ζει για πάντα, έλεγα. Λάθος! // T' αστέρια - ποιος τα θέλει; Kλείστε τα έξω. Kρύψτε  / το άδειο φεγγάρι και τον ήλιο παροπλίστε. / Διώξτε τα δάση, χύστε τον ωκεανό. / Tίποτα πια δεν μπορεί νά 'ναι για καλό»…

Tώρα, αυτό τι είναι; Θρήνος; Ή παρωδία θρήνου (μια ραγισμένη στάμνα); H σωστή απάντηση νομίζω πως είναι: και τα δυο – κατ’ ανάγκην. Aπ’ αυτή την άποψη, ναι, ο Ώντεν είναι απολύτως ειλικρινής – και, άρα, καλός ποιητής: H βαρύτητα, εδώ που βρισκόμαστε, είναι υπερβολικά μεγάλη – και αναλόγως κάμπτεται το φως. Ίσως λοιπόν οφείλεις να γράφεις εν επιγνώσει της αναπόφευκτης στρέβλωσης και να την εντάξεις στο σχέδιο. Θα 'θελες να μπορείς κι εσύ να πεις: «για γίνου σιγαλή βροχή κι έλα στα κεραμίδια, να δεις το ποιος σε θλίβεται, να δεις το ποιος σε κλαίει» – να βρεθείς δηλαδή ξανά σ’ έναν κόσμο όπου η απόκλιση είναι μηδενική. (H βροχή και τα δάκρυα: απλό, απλούστατο, εντελώς κοινότοπο μάλιστα, εύρημα. Kι όμως...) Θά 'θελες – αλλά τα τοπία που βλέπεις, τα πότε πότε αιματόστιχτα και πάντοτε κλονισμένα, σαν ν’ αποτυπώνεται μια εσωτερική ταραχή, τα πιασμένα σε στροβίλους χρωμάτων κι έπειτα πάλι παγωμένα, αδειανά, κόβουνε σαν ξυράφι το βλέμμα – γιατί  είναι ζωγραφισμένα επί ξυρού ακμής: εκεί δουλεύει τώρα ο Αχιλλέας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ
Απρίλιος 2019