ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗ
Τη δουλειά που συγκέντρωσε ο Αχιλλέας Χρηστίδης υπό τον τίτλο Ζωγραφική 2007-2009 δεν κατάφερα να τη δω – πώς να το πω; αν επρόκειτο για ποίημα, θα λέγαμε: «στο πρωτότυπο». Του ζήτησα λοιπόν, μια και, πολλά χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία, είχαμε αρχίσει να λέμε και κάτι περισσότερο από «γεια» ανάμεσα σε δύο μεταμεσονύκτια ουίσκι στον Ένοικο, να μου φέρει τουλάχιστον το βιβλίο Ζωγραφική 2007-2009. Δεν είναι το ίδιο, ασφαλώς, αλλά, ακόμη και έτσι, θα μπορούσα να ελέγξω εξαρχής το ουσιώδες, όπως το ουσιώδες όσον αφορά ένα ποίημα το ελέγχεις, απ’ τη μια πλευρά του, και σε μια (καλή, εννοείται) μετάφραση: Θα μπορούσα να θέσω υπό έλεγχο ξανά την πεποίθησή μου ότι ο Αχιλλέας έχει κάτι να πει.
Φυσικά, αυτό που έχεις να πεις είναι αξεχώριστο απ’ τον τρόπο με τον οποίο το λες – αφού αυτό που έχεις να πεις μπορεί και να είναι, όλο κι όλο, ο τρόπος που θα το πεις ακριβώς. Κι αν το λες έτσι που να το συλλαμβάνει η όρασή μου, πρέπει να μάθω «ν’ ακούω με τα μάτια μου» την παραμικρή υλική λεπτομέρεια. Αλλά και όσοι ερωτεύονται το ίδιο δεν κάνουν, ανεπιγνώστως αυτοί; «To hear with eyes belongs to love’s fine wit». Mήπως δεν βασίζονται κι αυτοί, τελικά, σε μεταφράσεις κι αναπαραγωγές; Ό,τι ισχύει για την αγάπη χωρίς να το ψιλολογάει κανείς θα ήταν γελοίο να το ψιλολογήσω όταν πρόκειται για τέχνη και μόνο. Άλλωστε η ζωγραφική γεννήθηκε, λένε, όταν κάποιος συγκράτησε στον τοίχο τη σκιά της αγαπημένης του που θα έφευγε – απλώς τη σκιά...
Καθυστερώντας επί πολύ και δικαίως στο φορμαλιστικό πεδίο, εκτιμώντας βαθιά και δικαίως κάθε λογής ακραία πειράματα, είδα, μετά είκοσι έτη, τον κόσμο αυτόν να εκτοπίζεται από «λεπτά ομοιώματα», να φυλλορροεί – και στην ποίηση, στην πεζογραφία, εντέλει παντού, να επανέρχεται το απωθημένο «θέμα». Πρέπει κάτι να έχεις να πεις, αναπαλλοτρίωτα δικό σου, πιεστικό, απειλητικό, θελκτικό, που να αναδιατυπώνεται διαρκώς – μορφοποιημένο ήδη, κατ’ ανάγκην, και έμμονο σαν το βουητό του αχόρταγου Αχέροντα. Κι αυτό (το ότι κάποιος έχει κάτι να πει: τις αναμνήσεις από τη ζωή καθενός αναγνώστη ή θεατή της δουλειάς του ενδεχομένως), υπό κανονικές συνθήκες, εφόσον δηλαδή η καλλιεργημένη σου αίσθηση δεν έχει νοθευτεί λόγω της συρροής προσομοιώσεων και εμπορευμάτων που παρατηρείται παντού, γίνεται ακαριαία αντιληπτό, όπως αντιλαμβάνεσαι ότι κάποιος στο τρένο σε κοιτάει και στρέφεσαι. Δεν σας έχει συμβεί; Απλώς, όταν πρόκειται για έργο τέχνης, στρέφεσαι σπάνια...
Εν πάση περιπτώσει, ο Αχιλλέας μου έφερε το βιβλίο κάποιο βράδυ του Νοεμβρίου του 2009 στον Ένοικο και το άλλο πρωί το φυλλομέτρησα lento. Αποτυπώθηκε ακαριαία στο νου μου η έμμονη, μοναχική φιγούρα που υπήρχε παντού – και η διαβρωτική εντύπωση ερημίας και έντασης. Εδώ λεγόταν κάτι αυθεντικό, βασανιστικό, επείγον, σχεδόν ανεικόνιστο: είχα να κάνω με ενεργειακό πεδίο μάλλον, που παρακολουθούσα τις διαδοχικές διαμορφώσεις του. Μου θύμισε, τηρουμένων όλων των αναλογιών, τα ποιήματα που έγραφε στο Βορονέζ ο εξόριστος Μαντελστάμ (εξ ου και προς στιγμήν μπήκα στον πειρασμό να μεταφράσω κάποια αντί να γράψω τούτο το κείμενο). Δεν πρόκειται κατ’ ουσίαν για λυρικές μονάδες, αλλά για στιγμιαίες μορφοποιήσεις ενός ιονισμένου πλάσματος, φτιαγμένου με φόβους και ήχους κι ερήμωση, καθώς ο Μαντελστάμ περιπλανιόταν στους δρόμους και μουρμουρίζοντας επαναλάμβανε ξανά και ξανά στον εαυτό του άλλοτε άλλο τετράστιχο, τελειοποιώντας το και απομνημονεύοντάς το μαζί, δουλεύοντας γλυπτικά τη μνήμη του, για να το υπαγορεύσει επιστρέφοντας, και να καταστρέψει το γλυπτό του την άλλη μέρα ξαναδουλεύοντάς το, συνδέοντάς το με άλλα κι αλλιώς...
Στα δύο χρόνια που κύλησαν, κάθε εκκρεμότητα μετασχηματίστηκε - και, εντέλει, συναιρέθηκαν όλες - έτσι ώστε πηγαίνοντας, ένα μεσημέρι του Ιουλίου του 2011 πια, για πρώτη φορά στο στούντιο όπου κατοικεί (ή στο σπίτι όπου δουλεύει, όπως το πάρει ο καθένας) ο Αχιλλέας, δεν ξέρω τι πήγα να ελέγξω ακριβώς. Θα ακουγόταν μελοδραματικό αν έλεγα ότι, από κάθε άποψη, πήγα να δω πώς και σε τι μετασχηματίστηκε η μοναχική φιγούρα.
Μεταφράζοντας το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρρελ, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος χρησιμοποιεί, θυμάμαι, τη λέξη «μοναξιασμένος» εκεί που θα περιμέναμε να γράψει «μοναχικός». Το νόημα, σε γενικές γραμμές, δεν αλλάζει, όμως η επιλογή του Χουρμούζιου δημιουργεί την εντύπωση διάβρωσης μάλλον παρά κατάστασης, παθήματος μάλλον παρά συνθήκης. Κάτι τραχύ και συσπειρωμένο, αγκαθωτό και βουβό, κάτι λιγότερο παθητικό κι εξευγενισμένο, πιο άγριο, εντέλει, και μαζί παραιτημένο και κατατονικό προκύπτει καθώς ο «μοναχικός» μετασχηματίζεται σε «μοναξιασμένο». Ίσως φταίει και το ότι καταρρέουν πολλές συνδηλώσεις (δεν λέμε ότι κάποιος έλαβε το μοναξιασμένο σχήμα όταν καρεί μοναχός, επί παραδείγματι, και κανείς δεν θα υπέγραφε την επιστολή του σε παλαιό περιοδικό ή το σχόλιό του σε παμπάλαιο λεύκωμα ως «μοναξιασμένη καρδιά»), ενώ κερδίζουν έδαφος η παρετυμολογία κι ο ήχος...
Περπατώντας μετά τα μεσάνυχτα στην ερημωμένη Αθήνα κι ηχογραφώντας τα βήματά μου νοερά, συλλαμβάνω με την περιφερική μου όραση τον άμορφο σωρό, σώμα/κουβέρτες, σε κάθε είσοδο πολυκατοικίας πια, σε κάθε εσοχή, τον σωρό κουβάρι να παραπαίει όλος μαζί στην Τοσίτσα έχοντας πάρει τη νοθευμένη δόση του, το σύμπλοκο πλάτη/μπουκάλια/καθρέφτης στα βάθη των μπαρ που απέμειναν ανοιχτά να αναπαράγεται επ’ άπειρον – κι αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι αυτοί, εξ ορισμού μόνοι, θα μπορούσαν, καθώς χάνεται καθένας μέσα στη δική του δίνη και η συνθήκη του παγιώνεται, να χαρακτηριστούν μοναχικοί δίχως να γίνουμε αγενείς, δίχως να «αισθητικοποιήσουμε» το Κακό. Στη Μεγάλη Σύνθλιψη, που έχει αρχίσει, ο βίος παίρνει σιγά σιγά τα χαρακτηριστικά που ο Χομπς φαντάστηκε (κάνοντας ένα ξόρκι εν αγνοία του) να ισχύουν πριν από τη Μεγάλη Έκρηξη: τείνει να γίνει «ενδεής, βρομερός, κτηνώδης, βραχύς», κυριευμένος από το φόβο. Κι οι άνθρωποι που συλλαμβάνει η περιφερική μου όραση είναι μοναξιασμένοι: χτυπημένοι από μια αιφνιδίως εκδηλωμένη κι αλλιώτικη μοναξιά, που καιρό τώρα κατέτρωγε τα συλλογικά θεμέλια. Κι είναι ολοένα περισσότεροι, τόσοι που η περιφερική όραση καθ’ εαυτήν να καταντά αυταπάτη και πρόσχημα. Θέλω να πω: κι αν κοιτούσα καθέναν που βρίσκεται, υποτίθεται, πάνω από το όριο της κατάρρευσης, αν τον κοιτούσα στη δουλειά, στο λεωφορείο, στις παρέες, στο δρόμο, κατάματα, μια οποιαδήποτε στιγμή της εργάσιμης μέρας (που καλύπτει τώρα πια και τη νύχτα και τον πάλαι ποτέ «ελεύθερο χρόνο» του), είναι ολοένα πιθανότερο πως θα έβλεπα κάτι τραχύ και συσπειρωμένο, αγκαθωτό και βουβό, κάτι λιγότερο παθητικό κι εξευγενισμένο, πιο άγριο, εντέλει, και μαζί παραιτημένο και κατατονικό – κάτι που απλώς δεν εκδηλώθηκε ακόμα. Oλοένα περισσότεροι νιώθουν μόνοι τους και, επιπλέον, όχι όπως ίσως θα το ένιωθαν χθες, γιατί τείνουν πια να συμπέσουν δύο επινοήσεις των απαρχών της νεωτερικότητας: η έννοια του «νομικού προσώπου», η ατομικότητα δηλαδή, και η γκιλοτίνα... Και αυτό το μοναξιασμένο, οξύμωρο πλήθος ψάχνει απεγνωσμένα να βρει μορφές αλληλεγγύης, που θα έδιναν νόημα και διέξοδο σε ό,τι το συνέχει έτσι κι αλλιώς...
Στην καινούργια δουλειά του, που ξετύλιξε πίνακα τον πίνακα, «με χρονολογική σειρά», όπως μου εξήγησε, ο Αχιλλέας, ώστε να τη δω στο πρωτότυπο πια, αυτοί οι μετασχηματισμοί αποτυπώνονται με ακραία ενάργεια. Κάτω από το ζώδιο των αποτρελαμένων άστρων της Αρλ η μοναχική φιγούρα εμφανίζεται μια δυο φορές, μες στο αδιαβάθμητο χιόνι – κι έπειτα απορροφάται στο ερημωμένο τοπίο, που, με τη σειρά του, μετασχηματίζεται, αναδιαμορφώνεται ξανά και ξανά... Ναι, αλλά πάνω από τις απορφανισμένες παραλίες, τις μοναχικές πλαγιές, τα ακατοίκητα σπίτια, τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια ή στρατόπεδα, που θύμιζαν σ’ εμένα Ασλάνογλου, μέσα σε εκτυφλωτικές περιδινήσεις χρωμάτων, σ’ έναν ίλιγγο υλικότητας (άγγιξα, ως μη ώφειλα, μερικούς πίνακες: ήταν τραχείς...), το άφαντο χέρι μιας μάνας μοιάζει να έριξε σπόρους – στον αέρα – και έπιασαν... Φτάνει! Δεν έχει νόημα να μεταφράσω τι είδα, μια και, από την άλλη πλευρά του, βρίσκεται όλο στις παρηχήσεις και στα ομοιοτέλευτα: δείτε το πρωτότυπο - το πολλαπλάσιας ισχύος ενεργειακό πεδίο μες στο οποίο ξαναβρέθηκα δεν αναπαράγεται με τίποτα εδώ. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε; O Αχιλλέας Χρηστίδης είναι ζωγράφος – αυθεντικός: διαθέτει δηλαδή τρόπο δικό του κι αμεταγλώττιστο να καθιστά κοινοποιήσιμη μια εμπειρία που αφ’ ης στιγμής κοινοποιηθεί δεν είναι πια μόνο δική του.
Κι αυτό, το ανέκαθεν σπουδαίο, είναι τώρα πια πολλαπλά κρίσιμο, γιατί, όπως λέει ο Mπένγιαμιν: «Με τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε να εκδηλώνεται μια διαδικασία η οποία έκτοτε δεν σταμάτησε. Κανένας δεν πρόσεξε ότι στο τέλος οι άνθρωποι επέστρεφαν βουβοί από το πεδίο της μάχης, όχι πιο πλούσιοι, αλλά πιο φτωχοί σε κοινοποιήσιμη εμπειρία. [...] Και δεν είναι περίεργο. Γιατί ποτέ εμπειρίες δεν διαψεύστηκαν πιο ριζικά απ’ όσο διέψευσαν τις στρατηγικές εμπειρίες ο πόλεμος τακτικής, τις οικονομικές εμπειρίες ο πληθωρισμός, τις σωματικές εμπειρίες ο μηχανικός πόλεμος, τις ηθικές εμπειρίες αυτοί που κατέχουν την εξουσία. Μια γενιά που ακόμα πήγαινε στο σχολείο με τη δημόσια άμαξα τώρα στάθηκε κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, σε ένα τοπίο όπου τίποτα δεν είχε μείνει αμετάβλητο εκτός από τα σύννεφα, και κάτω απ’ αυτά, σ’ ένα δυναμικό πεδίο ρευμάτων καταστροφής και εκρήξεων, το μικροσκοπικό και εύθραυστο ανθρώπινο σώμα»...