ΖΩΓΡΑΦΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ ΑΠΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΧΡΩΜΑ

του ΧΑΡΗ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗ

«Μπορεί άραγε ένας ζωγράφος των ημερών μας να ξαναβρεί την αθώα διάθεση με την οποία ζωγράφιζε σαν παιδί, περήφανο που έφτιαχνε έναν κατάδικό του κόσμο με χρώματα και σχήματα; “Μόνο σε κάποια απομονωμένη ζούγκλα”, θα απαντούσε κανείς, αφού σχεδόν όλος ο κόσμος ζει με το βλέμμα σε μπλουτζίν, κόκα-κόλα και κάθε είδους μαζική εικόνα από την τηλεόραση και το σουπερμάρκετ. Ο χαμένος παράδεισος της παιδικής αφέλειας μόνο ως εύκολη νοσταλγία μοιάζει, αφού όλοι μας είμαστε “ψημένοι” και όχι “ωμοί” (όπως θα έλεγε κι ο ανθρωπολόγος Κλ. Λεβί-Στρως στους Θλιμμένους τροπικούς του), με άλλα λόγια, πολύ επεξεργασμένοι από τη σύγχρονη ζωή. Όλοι μας αλήθεια;
Και οι καλλιτέχνες μας, που υποτίθεται ότι ψάχνουν την άλλη όχθη; Δεν θα ξαναβγούν ζωγράφοι που να μην πολυνοιάζονται για την προϋπολογισμένη ζωγραφική των μπιενάλε; Κι εμείς δεν θα ξανανιώσουμε το αιφνιδιαστικό ξάφνιασμα της αθώας ζωγραφικής ματιάς;»
Αυτά αναρωτιόμουν πρόσφατα στη στήλη μου στα ΝΕΑ, γράφοντας για την τελευταία έκθεση του Αχιλλέα Χρηστίδη, μπροστά στους πίνακες του με εξωτερικά τοπία ή εσωτερικούς χώρους, σε ελεύθερη συνειρμική ανάμειξη, σε ατμόσφαιρα ποιητικού ονείρου και ρυθμού ροκ. Μια αισιόδοξη παιδική ψυχή που πάλλεται να ορίσει τον κόσμο της. «Ο Χρηστίδης αγαπά πολύ το χρώμα, ένα χρώμα που βγαίνει μεν από πινέλο, έχει όμως τις αποχρώσεις, την ορμητικότητα και την ένταση ηλεκτρικού», κατέληγα σ’ εκείνο το τεχνοκριτικό σημείωμα. «Τα έργα του διαφυλάσσουν την εφηβική του φούρια, προϊόντα μιας υπερφυσικής γεννήτριας που παράγει ενέργεια», σημείωνε εν τω μεταξύ, εύστοχα, στον κατάλογο εκείνης της έκθεσης η Μ. Χαραμή.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και να η καινούρια δουλειά του Χρηστίδη, κι εγώ με δηλωμένη την εκτίμησή μου στο έργο του, σε μια εποχή μάλιστα που η ζωγραφική του τελάρου ζητά καλούς καλλιτέχνες μα ελάχιστους βρίσκει, αφού οι περισσότεροι της γενιάς του Χρηστίδη ξοδεύτηκαν σε πειραματισμούς που δεν ωρίμασαν ποτέ.
Η ζωγραφική του Χρηστίδη, όμως, ωριμάζει όλο και πιο πολύ, η ομορφιά της απλώνεται και διεκδικεί πολύ περισσότερα από τον τίτλο ενός πολύ καλού καλλιτέχνη, ζητά να καθιερωθεί σε μια από τις πρώτες σειρές της εικαστικής σκηνής, σ’ αυτές τις τελευταίες μέρες του αιώνα, όπου όλα είναι ρευστά και αλλάζουν φόρμα.
«Σαν τις πλημμύρες που αντικρίζουμε στους νέους πίνακες του ζωγράφου. Φουσκωμένα νερά, φράγματα, θύελλες, δέντρα πλαγιασμένα, σύννεφα, βράχια και μικροί καταρράκτες, μαζί με σπίτια και εσωτερικούς χώρους», σκεφτόμαστε. Αν δεν μας ξεγελούσε το εκρηκτικό χρώμα –που έτσι κι αλλιώς κάνει όλους τους πίνακες να μοιάζουν με πλημμύρες– θα έλεγε κανείς πως είναι μια έκθεση με θέμα οικολογικό.
Όμως ο Χρηστίδης, ό,τι θέμα και να έχει, το περιγράφει με το δικό του λεξιλόγιο. Οργανώνει τις πινελιές σε δέσμες ηλεκτρικού, φωσφορούχου συχνά, φωτός και φτιάχνει μ’ αυτές τα σχήματα που αναγνωρίζουμε, τις «λέξεις» του. Και συντάσσει αυτές τις εικαστικές λέξεις σε ονειρικές συνθέσεις, που ό,τι και να δείχνουν, ευχάριστο ή δυσάρεστο, μοιάζει ποιητικό, αισιόδοξο, δυναμικό.
Συμβολισμοί; Ναι, αν και διακριτικά κρυμμένοι πίσω απ’ το χρώμα. Ακόμη και τα σπίτια μοιάζουν σαν δεξαμενές, σαν ενυδρεία.
Αλλά κατά βάθος, ο μεγάλος συμβολισμός είναι ένας: ότι για τον καλλιτέχνη ο μόνος κατακλυσμός είναι η ορμητικότητα του χρώματος. Αυτό μετατρέπει τους πίνακες σε ζωντανούς κήπους και σε Κιβωτούς σωτηρίας απ’ την πλημμυρίδα των τετριμμένων εικόνων.

ΧΑΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1999