DOLCE VITA

της ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΡΑΜΗ

Περιμένοντας να αλλάξει το φως, να εμφανιστεί ο πράσινος Γρηγόρης, μύριζε ήδη. Κανέλα, ψημένο μήλο που είχε γίνει καραμέλα, βανίλια. Ρουφούσα πολύν αέρα με μάτια σφαλιχτά και χάιδευα με τη φούντα από το σκουφί μου τον διπλανό. – Κύριε, δικό μας είναι εκείνο το ζαχαροπλαστείο, μυρίστε το, θέλετε να σας το δείξω;
Και πολύ συχνά παρέσυρα τον διπλανό διαβάτη. Δεν ξέρω πώς, αλλά ήξερα πώς να παρουσιάζω τα γλυκίσματα. Να τα πτι-φουρ, πόσα είδη, ε; Τις σοκολατίτσες τις φτιάχνουμε με τα χέρια μας, σας αρέσουν οι πάστες; Έχουμε πάρα πολλές, κοιτάξτε! Δυο ψυγεία, να σας κεράσω; Και τούρτες έχουμε, απ’ όλα! – Δώστε μου μια νουγκατίνα, έλεγα στις πωλήτριες. Τι εύκολο! Δίνεις απλώς μια πάστα από τις χιλιάδες κι ο κύριος χαίρεται αμέσως. Και για να σιγουρευτώ πως όντως και σήμερα έχουμε απ’ όλα, κατέβαινε στο υπόγειο. Τσουβάλια ζάχαρη, το αλεύρι δεξιά, κι άλλα τσουβάλια με φουντούκια, καρύδια, αμύγδαλα, λιγότερο φυστίκι, κάμαρες με τενεκέδες βούτυρο φρέσκο, γάλακτος, κατσικίσιο, σκληρά οροπέδια κουβερτούρας, λαμαρίνες με παντεσπάνια λευκά, αμυγδάλου από ψίχα με τη φλούδα της, καφέ με κακάο. Τα μουσκεύετε με μαρασκίνο ή μπράντι και μετά; Στρώνετε τις κρέμες. Μπορείτε να τα ραντίσετε και με βυσσινάδα. Δική μας η βυσσινάδα. Δικοί μας κι οι εργάτες εκεί κάτω. Ο αρχιμάστορας κι ο βοηθός του μόνο μπορούν να γαρνίρουν τούρτα. Με τον κορνέ. Μου έχουν δείξει πώς. Κίνηση μικρή, κοφτή, πάντα ίδια. Δηλαδή, εξαρτάται από τον κορνέ, υπάρχουν πολλοί. Αλλάζεις το καψούλι και γίνεται λεπτός ή με σχέδιο. Εγώ το παντεσπάνι δεν το τρώγω. Θέλω γλυκά με απαλές patisserie, guanache και τη chantilly των κορνέδων.
Μα αυτό δεν γίνεται. Οι ζύμες χρειάζονται για να στηρίξουν την κρέμα, αλλιώς δεν γίνεται, θα πέσει. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πώς μπορεί να μη γίνεται κάτι που επιθυμώ. Δικαίως δε. Αφού, να, οι τούρτες του Αχιλλέα φτιάχνονται ζουλώντας απλώς το χωνί με την πομάδα του χρώματος. Κι από πάνω στέκουν στον αέρα γλυκά λιμπιστερά και αιωρούμενα. Πώς; Γιατί; Ιδέαν δεν έχω. Θαύμα μάλλον. Θαύμα σίγουρα. Η μπογιά γίνεται ματιέρα όλο και περισσότερο. Προκαλεί την αφή, Το χρώμα μετατρέπεται σε υπόσταση, οντότητα;. Είναι η Χάρις, σας το λέω. Ο πόθος του παιχνιδιού ενεργοποιεί και κάνει να συμβεί το ανήκουστο.
Αν η απληστία γεννιέται από την έλλειψη, από τη στέρηση, τότε, συμμετρικώς, η πλησμονή γεννιέται από την πλησμονή. Παράγεται, ανατροφοδοτείται και αναπαράγεται από τον εαυτό της. Καθένας με τον τρόπο του. Αυτήν τη μνήμη της όλβιας πληρότητας, της ευλογίας ενός πόρου που μας δωρήθηκε έτσι, δίχως να τον γυρέψουμε, μοιράζομαι σήμερα, φίλε μου, μαζί σου.

ΜΑΡΙΑ ΧΑΡΑΜΗ, 2003