του ΘΟΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Στα πέτρινα χρόνια της εκκοσμίκευσης του κόσμου μας που συμπίπτουν με τη γένεση της νεωτερικότητας, η αναπαράσταση λειτούργησε ως πρώτη αρχή της πραγματικότητας και της συνειδήσεώς της. Το παντοδύναμο ανθρώπινο μάτι ήταν το όριο του κόσμου. Ο θεός είχε πεθάνει και μαζί κάθε προσανατολισμός προς το επέκεινα. Τα πράγματα είχαν φθάσει σε απόσταση αναπνοής από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Στα πρώιμα χρόνια της κλασικής νεωτερικότητας, οι εικαστικές τέχνες θεμελιώνονται στην αρχή της αναπαράστασης. Κατά τον Foucault, νεωτερικότητα και αναπαράσταση είναι καταστάσεις άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Ειδικότερη έκφραση της αναπαραστατικής αρχής της νεωτερικότητας αποτελεί η τέχνη της προσωπογραφίας. Εδώ το πραγματικό πρόσωπο αναζητά στο επίπεδο της φαινομενικότητας τη δικαίωση της εξατομίκευσης και ταυτοχρόνως ανατρέπει την αντίληψη σύμφωνα με την οποία το Απόλυτο είναι κρυμμένο. Η προσωπογραφία της πρώιμης νεωτερικότητας δεν είναι παρά η εγκοσμιότητα ενταγμένη στα όρια της ανθρώπινης όρασης. Εάν λοιπόν δούμε το πορτραίτο ως υποστασιοποίηση της απόλυτης αλήθειας που διαμεσολαβείται από την ανθρώπινη αίσθηση, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι βαδίζουμε στα ίχνη των ανατρεπτικών αρχών της μοντέρνας τέχνης. Πράγματι, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, το αστικό πορτραίτο δεν είναι παρά το ίχνος του μοντέρνου κόσμου, ο οποίος, στο βαθμό που αποκτά συνείδηση του εαυτού του, αντιλαμβάνεται ότι απέχει ελάχιστα από το χείλος του γκρεμού.
Η ψευδής λαμπρότητα του αστικού πορτραίτου δεν είναι παρά η ανεστραμμένη συνείδηση του ασυμφιλίωτου μοντέρνου κόσμου. Η αρχή της αναπαράστασης θεμελιώνεται στο βαλτώδες έδαφος της αισθητικής νεωτερικότητας, η οποία αρνείται τους ίδιους τους μηχανισμούς οι οποίοι τη γέννησαν. Για τη νεωτερική προσωπογραφία ισχύει αυτό που τόσο εύστοχα τόνισε ο Theodor W. Adorno για τη μοντέρνα τέχνη γενικότερα: «Είναι σε τελευταία ανάλυση φαινομενικότητα, με την έννοια ότι δεν μπορεί να αποφύγει τον υπαινιγμό της σημασίας μέσα στην απουσία του νοήματος».
Στην εποχή της όψιμης νεωτερικότητας, έπρεπε οι ενδογενείς αντιθέσεις και εσωτερικές αναδιατάξεις της κλασικής προσωπογραφίας να αποτελέσουν το αντικείμενο νέων εικαστικών προβληματισμών. Ο Francis Bacon αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα της τέχνης της προσωπογραφίας, η οποία ανασυνθέτει στο αισθητικό επίπεδο τα ενδογενή κενά και τις εσωτερικές ψευδαισθήσεις της νεωτερικής προσωπογραφίας.
Η περίπτωση του Αχιλλέα Χρηστίδη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, επειδή ακριβώς έχει τις ρίζες της σ’ αυτή την εικαστική προβληματική. Δεν είναι μόνο η θεματική της εικαστικής προσωπογραφίας του που καθιστά τον Χρηστίδη διαχειριστή ενός αισθητικού παρελθόντος που είναι η μήτρα ενός αγέννητου κόσμου και της άρνησης της νεωτερικής αισθητικής καταστάσεως. Ο Χρηστίδης εγκαταλείπει το παντοδύναμο μάτι και την άγρυπνη συνείδηση της κλασικής νεωτερικότητας. Ο Beckett, ο Καβάφης… είναι όλοι αυτοί που έσκαψαν βαθιά με τη γλώσσα τους για να φθάσουν στην άλλη όψη της πραγματικότητας. Ακροβατούν πάνω στο σχοινί που κρέμεται πάνω από την άβυσσο της ανθρώπινης εμπειρίας.
Το χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη συνειδησιακή της αναπαράσταση γίνεται για τον Χρηστίδη η μήτρα που γεννά την προσωπογραφία. Με άλλα λόγια, εάν στην κλασική προσωπογραφία εντοπίζουμε δύο αναβαθμούς ασυμφιλίωτης ζωής, στα πορτραίτα του Χρηστίδη συναντάμε την απόλυτη αίσθηση του ασυμφιλίωτου. Δεν πρόκειται για αρνητικές διαμεσολαβήσεις της κατακερματισμένης ζωής μας. Πρόκειται για την ύψιστη εκδοχή μιας ζωγραφικής αναζήτησης της «άλλης πλευράς» της ζωής μας. Είναι πολλοί αυτοί που θα αναρωτηθούν τι απομένει από εκείνη τη διαδικασία της εξατομίκευσης που χαρακτήριζε τη νεωτερική προσωπογραφία. Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα προϋποθέτει ότι θα έπρεπε να έχουμε αντιληφθεί τη μετάβαση από τη συνείδηση της αναπαράστασης στην απουσία του νοήματος.
Πράγματι, ο Χρηστίδης χρησιμοποιεί το εικαστικό υλικό με τέτοιο τρόπο ώστε να εξαφανίζει τα ίχνη της αναπαράστασης. Μπροστά του υπάρχει μόνον η γυμνή και υλική πραγματικότητα, η οποία διαμεσολαβείται από τον πρωτογενή πυρήνα της αισθητικότητας, που δεν είναι άλλος από το εικαστικό υλικό που δεν μπορεί να ανυψωθεί σε νόημα που παράγεται από τον καλλιτέχνη ως υποκείμενο. Στα πορτραίτα του Χρηστίδη εντοπίζουμε τη θεμελιώδη αλήθεια της αδυναμίας του ανθρώπου να δει τον κόσμο έξω και πέρα από τα όρια του φωτός που πέφτει πάνω στα συναισθήματά μας. Η πηγή αυτού του φωτός συμπίπτει με την πηγή του εικαστικού υλικού. Εν συνόψει, η τέχνη της προσωπογραφίας του Χρηστίδη δεν είναι παρά η εικαστική εκδοχή του όψιμου κόσμου της νεωτερικότητας που οικοδομείται στην απουσία του νοήματος.
Οι κατακερματισμένες μορφές της ζωγραφικής του δεν είναι παρά επαγγελίες για τον αδύνατο κόσμο των συναισθημάτων μας, υποσχέσεις γι’ αυτό που δεν μπορούμε να αγγίξουμε, ίχνη της χαμένης ολότητας. Στον Χρηστίδη δεν θα συναντήσουμε την αισθητική φαινομενικότητα ως δίοδο προς την απόλυτη ιδέα της αλήθειας. Αντίθετα, θα σκοντάψουμε πάνω σε εικαστικά θραύσματα και αισθητικά συντρίμμια. Πίσω από τα πορτραίτα θα συναντήσουμε την όψη της «αληθινής ζωής» που δεν μπορούμε να ζήσουμε.
Τα πορτραίτα του Χρηστίδη ιχνογραφούν έναν κόσμο του οποίου το «αληθινό» πρόσωπο δεν είναι παρά η κρυμμένη αισθητή παρουσία του. Τα πρόσωπα της τέχνης του είναι τόσο κοντά μας, επειδή η «ουσία» τους ορίζεται ως κάτι που δεν εμφανίζεται. Όποιος επιδοθεί σε μια πλατωνική προσπάθεια «αναγνώρισης» θα σκοντάψει πάνω στα συντρίμμια της «αληθινής ζωής» που μπορεί να αναγνωρισθεί μόνο με τη συνείδηση που κατασκευάζεται από το εικαστικό υλικό. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η χρήση του εικαστικού υλικού στην τέχνη της προσωπογραφίας του Χρηστίδη δεν αντικαθιστά τη συνειδησιακή αρχή της αναπαράστασης. Αντίθετα, η αναπαράσταση και χρήση του εικαστικού υλικού διαπλέκονται κατά τρόπο ώστε η πραγματικότητα να αποκτά το ανεστραμμένο νόημά της ως εκδήλωση της αισθητικής παραγωγής.
Ο Χρηστίδης είναι ο περιπλανώμενος στην έρημο της όψιμης αισθητικής νεωτερικότητας. Γνωρίζει καλά ότι οι δυνατότητες του εικαστικού υλικού είναι οι πραγματολογικές συνθήκες της σημερινής αυτοσυνείδησης (ατομικής και κοινωνικής). Ταυτόχρονα όμως αντιλαμβάνεται ότι το στοίχημα που βάζει συνίσταται στην αμείλικτη αναμέτρηση με τις δυνατότητες της ζωγραφικής να διεκπεραιώσει το δύσκολο έργο της αποκρυπτογράφησης της σημασίας σ’ έναν κόσμο που κρύβεται πίσω από έναν πλατωνικό καθρέπτη αναπαράστασης. Τα πρόσωπα που εικονογραφεί ο Χρηστίδης συγκρούονται με τα βαθύτερα συναισθήματά τους. Είναι ό,τι απέμεινε απ’ αυτή τη σύγκρουση. Και η τέχνη του Χρηστίδη είναι μια κραυγή: να μιλήσει για όλα όσα δεν μπορούμε να αντικρίσουμε. Είμαστε αιχμάλωτοι του καθρέπτη της αναπαράστασης, και ο Χρηστίδης με τη ζωγραφική του τέχνη σπάει τον καθρέπτη και τότε εμφανίζονται μπροστά μας τα κομμάτια της «αληθινής ζωής» μας.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, 1997